- λέσχη
- λέσχηcouchfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λέσχη — couch fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λέσχῃ — Λέσχη couch fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέσχῃ — λέσχη couch fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέσχη — Ίδρυμα προορισμένο για την επιδίωξη πολιτικών ή κοινωνικών σκοπών, ή για την ψυχαγωγία ατόμων με τα ίδια ενδιαφέροντα, καθώς και το εντευκτήριο του ιδρύματος αυτού. Ιστορία. Η λ. στην αρχαία Ελλάδα ήταν ένα δημόσιο οίκημα με ελεύθερη είσοδο. Στην … Dictionary of Greek
λέσχη — η 1. χώρος συγκέντρωσης ατόμων που έχουν το ίδιο επάγγελμα ή ανήκουν στην ίδια κοινωνική τάξη, το εντευκτήριο: Η ταινία θα προβληθεί στην κινηματογραφική λέσχη. 2. χαρτοπαιχτικό κέντρο: Κάθε βράδυ χάνει χρήματα στη λέσχη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ιακωβίνων, λέσχη των- — Η σημαντικότερη πολιτική ομάδα που συγκροτήθηκε κατά τη διάρκεια της Γαλλικής επανάστασης. Προερχόταν από την Εταιρεία των φίλων του συντάγματος, η οποία είχε δημιουργηθεί στις Βερσαλίες από τη Βρετανική λέσχη (club Breton), και περιλάμβανε στους … Dictionary of Greek
Λέσχαι — Λέσχη couch fem nom/voc pl Λέσχᾱͅ , Λέσχη couch fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέσχαι — λέσχη couch fem nom/voc pl λέσχᾱͅ , λέσχη couch fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ЛЕСХА — • Λέσχη, (может быть, от λέγειν, беседа). Л. в Спарте были местом собраний членов отдельных общин частью для беседы, частью для исполнения некоторых обязанностей, так, напр., старейшины Л. должны были решать, следовало ли воспитывать… … Реальный словарь классических древностей
Λεσχέων — Λέσχη couch fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)